παραλίσκομαι

παραλίσκομαι
παρᾰλίσκομαι, [voice] Pass.,
A to be put under restraint, Hsch. s.v. παραλούς.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραλίσκομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) συλλαμβάνομαι, τίθεμαι υπό περιορισμόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἁλίσκομαι] …   Dictionary of Greek

  • αλίσκομαι — ἁλίσκομαι (Α) ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ* (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει») 1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια τού εχθρού 2. (για ζώα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”